Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλήγιαστος
1 εγγραφή
απλήγιαστος, -η, -ο [aplíyastos]
  • having no wounds or sores (ant πληγιασμένος):
    • απλήγιαστα χέρια

[cpd w. *πληγιαστός (: πληγιάζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες