Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απλήγιαστος, -η, -ο [aplíyastos]
- having no wounds or sores (ant πληγιασμένος):
- απλήγιαστα χέρια
[cpd w. *πληγιαστός (: πληγιάζω)]
- having no wounds or sores (ant πληγιασμένος):