Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: απετάλωτος
1 item total
απετάλωτος, -η, -ο [apetálotos]
  • unshod, of beasts of burden (syn ακαλίγωτος 1):
    • απετάλωτη φοράδα, απετάλωτο μουλάρι |
    • poem το κορμί ελαχτάρησε κ' εχάρη | στους γύρους που απετάλωτο | φέρνει το νέο πουλάρι (Sikel)

[cpd w. *πεταλωτός (: πεταλώνω); cf K πεταλῶ (-όω) 'cover w. leaves or plates', also πεταλωτόν (Hesych.), and πετάλωσις Et. M 69.44]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go