Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεσταγμένος
1 εγγραφή
απεσταγμένος, -η, -ο [apestaγménos] (& αποσταγμένος) (L)
  • ① having undergone a distillation process:
    • αυτά τα αποσταγμένα τσίπουρα τ' αδειάζανε κατόπι σωρούς, στους απόμερους σπιτότοπους (Myriv)
  • ② obtained by distillation, distilled (near-syn διυλισμένος):
    • απεσταγμένο νερό |
    • poem κ' είχαν λες πιει, αντίς μεταλαβιά, απ' τ' άλικο άνθι | της ροδιάς αποσταγμένο τ' άγιο σώμα κ' αίμα (Plakotari)
  • ⓐ fig distilled, purified (syn αποσταλαγμένος, near-syn κατασταλαγμένος):
    • η λέξη αυτή έχει πάρει ένα ιδεολογικό, άυλο, απεσταγμένο περιεχόμενο (Kazantz) |
    • δεν πρέπει να φανταστούμε ότι ο φιλοσοφικός στοχασμός είναι σκέψη συγκινησιακά αποσταγμένη (Papanoutsos) |
    • η μεταρρύθμιση, πλασμένη με προσεχτικά απεσταγμένη πνευματική ουσία, απευθύνθηκε στον ορθολογισμό των βορινών (Panagiotop) |
    • όλα τα γνωστά θέματα ξαναβρίσκονται εδώ, μέσα σ' ένα λόγο σφιχτό, απεσταγμένο (Dimaras)

[fr kath απεσταγμένος ← AG, K ppp of ἀποστάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες