Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απεριτοίχιστος, -η, -ο [aperitíçistos] (L)
- not surrounded by a wall, not walled in, unwalled (syn αμάντρωτος, ant περιτοιχισμένος):
- ~ κήπος |
- απεριτοίχιστο κτήμα, οικόπεδο, χωράφι
[fr kath (neol Koumanoudis) απεριτείχιστος, cpd w *περιτοιχιστός (: kath περιτοιχίζω)]
- not surrounded by a wall, not walled in, unwalled (syn αμάντρωτος, ant περιτοιχισμένος):