Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: απεραντοσύνη
1 item total
απεραντοσύνη [aperandosíni] η, (L)
  • ① boundlessness, limitlessness, infiniteness (syn άπειρο 2):
    • η ~ του διαστήματος, του ουράνιου θόλου, του πλανήτη, του σύμπαντος |
    • η ~ της ερήμου, του ορίζοντα, του πελάγου, της στέπας, του ωκεανού |
    • η ~ της αιωνιότητας, της ελευθερίας, της επιστήμης, του πνεύματος, της σιωπής |
    • αδειανή, γαλάζια ~ |
    • άβυσσος απεραντοσύνης |
    • ~στο χώρο και στο χρόνο |
    • δίνει εντύπωση απεραντοσύνης |
    • έδειξαν τι ~ έχει το θέμα |
    • ο λόγος δίνει μορφή στην ιδέα, και στη μορφή την ~ του ύψους (Palam) |
    • αδύνατο να συλλάβει κανείς την ~ του συγκινησιακού βίου του ανθρώπου (Papanoutsos) |
    • o αληθινός θεός έδωσε στη δημιουργία του τη δική του ~ (Dimaras) |
    • poem .. μέσα | στων ουρανών απλώνονται την ~ | του ηλιού τα βασιλέματα (Palam) |
    • ζητάει ν' απλώσει τα φτερά | στην ~ (Xydis)
  • ⓐ wide open space, expanse (syn ανοιχτοσύνη 1, ανοιχτωσιά, απλοχωριά):
    • άσπαρτες, ανόργωτες απεραντοσύνες |
    • η πλουτοφόρα ~ της θεσσαλικής γης |
    • παντού στα βουνά έβλεπες φαντάρους να ψάχνουν το δρόμο τους μέσα στην άσπρη ~ (Terzakis) |
    • μια ~ απλωνόταν πέρα απ' τη στεριά (Prevelakis) |
    • βάζει τους μαστόρους κι απλώνουν στις αμμουδιές την ~ της πέτρας (Panagiotop) |
    • κόβουν σε συμμετρικά τετράγωνα τις πράσινες απεραντοσύνες (Karantonis)
  • ② great size, immensity, hugeness (syn phr υπερβολικό μέγεθος):
    • ο δρόμος και η ~ της πολιτείας μάς φοβίζουν όπως ο πόλεμος (Loukatos) |
    • δεν καταλαβαίνει κανείς την ~ του θείου αυτού οικοδομήματος (Athanasiadis-N) |
    • δε χάνεσαι ποτέ μέσα στην ~ του Παρισιού (Chatzinis)
  • ⓑ great amount, quantity or degree, immensity (syn απειρία2 2):
    • η ~ της ανθρώπινης γνώσης |
    • ο πλούτος του λεξιλογίου του είναι ανάλογος προς την ~ των αναγκών του (Dimaras) |
    • κάθε μέρα είναι ποτισμένη με την ~ της μοναξιάς (Karagatsis) |
    • poem χαιρόμουνα της δίψας μου την ~ (Palam)

[der of απέραντος w. suff -σύνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go