Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απερίστροφα
1 εγγραφή
απερίστροφα [aperístrofa] adv (L)
  • without mincing one's words, straightforwardly, directly (syn ανοιχτά 4, σταράτα, near-syn απερίφραστα 1):
    • μίλησε ~ για τον έρωτά της |
    • ομολογεί ~ ότι συλλαμβάνει τον λυρικό κραδασμό του ποιητή μέσα στη ρίζα του έργου του (Chatzinis)

[der of απερίστροφος; cf kath απεριστρόφως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες