Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεκδύω
1 εγγραφή
απεκδύω [apek∂ío] mi απεκδύομαι, aor απεκδύθηκα (subj απεκδυθώ) (L)
  • ① take away fr, divest s.o. of (syn απογυμνώνω, αποστερώ, αφαιρώ):
    • το δόγμα αυτό απεκδύει τον Έλληνα στρατιωτικό διοικητή των αρμοδιοτήτων του στο Aιγαίο
  • ⓐ mi απεκδύομαι divest o.s. of, cast off, renounce (syn αποβάλλω, αποδύομαι):
    • απεκδύομαι κάθε ευθύνη |
    • ο συγγραφέας απεκδύεται της ευθύνης στ' όνομα των δικαιωμάτων της φαντασίας (Tsirkas) |
    • από την κατοχή κ' ύστερα απεκδύθηκε τον παλαιόν εαυτό του (Peranthis) |
    • (η ανθισμένη μυγδαλιά) νύφη λουόμενη στη δροσιά, που έχει απεκδυθεί το κάλυμμά της κλ (Papatsonis)
  • ② mi ·ÂΉ‡ÔÌ·È launch o.s. (into), engage (in) (syn αποδύομαι):
    • προστατευτικά μέτρα ζήτησαν οι γιατροί, με την απειλή, αν δεν ικανοποιηθούν, να απεκδυθούν σε απεργιακούς αγώνες (Palaiologos)

[fr kath απεκδύω ← MG (14th c.) ← PatrG, K ἀπεκδύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες