Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απεδίκλωτος, -η, -ο [ape∂íklotos] (& απερδίκλωτος) region. (Maced, Pelop)
- whose legs have not been tied, unfettered, unhobbled (ant πεδικλωμένος):
- άφησες το μουλάρι απεδίκλωτο
[cpd w. *πεδικλωτός (: πεδικλώνω)]
- whose legs have not been tied, unfettered, unhobbled (ant πεδικλωμένος):