Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεδίκλωτος
1 εγγραφή
απεδίκλωτος, -η, -ο [ape∂íklotos] (& απερδίκλωτος) region. (Maced, Pelop)
  • whose legs have not been tied, unfettered, unhobbled (ant πεδικλωμένος):
    • άφησες το μουλάρι απεδίκλωτο

[cpd w. *πεδικλωτός (: πεδικλώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες