Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: απαυδημένος
2 items total [1 - 2]
απαυδημένος1 [apav∂iménos] ο, (L)
  • fatigued or exhausted person (syn ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος, ο κουρασμένος):
    • η νύχτα πληθαίνει τον αναπαμό των απαυδημένων και τη δίψα του έρωτα (Panagiotop)

[substantiv. m of απαυδημένος2]

απαυδημένος2, -η, -ο [apav∂iménos] (& απαυδισμένος) (L)
  • ① tired, weary, exhausted (syn αποκαμωμένος, εξαντλημένος, εξουθενωμένος, κουρασμένος):
    • απαυδημένη ματιά, μνήμη |
    • απαυδημένο βήμα, κορμί, μέτωπο, σώμα |
    • άνθρωποι απαυδισμένοι από τη ζωή |
    • οι κάτοικοι των Bουρλών, απαυδημένοι από τις συνεχείς πειρατείες, εγκατέλειψαν τα παράλια (Vacalop) |
    • βγαίνετε απ' αυτόν τον αγώνα καταπονημένοι, απαυδημένοι (Papanoutsos)
  • ② dazed, dizzy, faint (syn ζαλισμένος):
    • αν είσαι ναυτικός, ~ από πολλή στέρηση, δεν έχεις παρά να χτυπήσεις την πόρτα (Panagiotop) |
    • απαυδισμένοι απ' τη ζέστη της ημέρας, καθόμαστε στο κατάστρωμα για να δροσιστούμε (ChZalokostas)
  • ③ disgusted, fed up (syn αηδιασμένος, μπουχτισμένος):
    • ο λαός είναι απαυδισμένος από την κακοδιοίκηση, τη συναλλαγή, τη διαφθορά |
    • όταν μου έτυχε να παρακολουθήσω μια παράσταση σε ποντιακή διάλεκτο έφυγα απαυδημένη πριν από το τέλος (Thrylos) |
    • κι απαυδημένη πια βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα της Mέλπως (Xenop)

[ppp of απαυδώ/απαυδίζω; cf kath απηυδισμένος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go