Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαρομοίαστος
1 εγγραφή
απαρόμοιαστος, -η, -ο [aparómjastos] (L) (& απαρομοίαστος & lit απαράμοιαστος)
  • which cannot be compared to, incomparable (syn in απαράβαλτος):
    • ~τεχνίτης |
    • απαρόμοιαστη καλοσύνη, μεγαλοφυΐα, ομορφιά, τέχνη |
    • το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μοναδικός και απαρομοίαστος |
    • εκείνα τα πεύκα είναι ανυπόταχτα, απαρόμοιαστα το ένα με το άλλο κλ (Myriv) |
    • η Aθήνα είχε περάσει τον απαρόμοιαστο χειμώνα της πείνας (Panagiotop) |
    • χαιρόμουνα τη λεβεντιά του σαν ένα πράμα αθάνατο, σαν ένα πρότυπο απαράμοιαστο (Prevelakis)

[απαρομοίαστος fr kath (neol Koumanoudis) απαρομοίαστος cpd w. *παρομοιαστός (παρομοιάζω; cf παρομοιαστικός Somavera); απαρόμ- * απαράμ- new cpd w. παρομοιάζω/παραμοιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες