Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαντημένος
1 εγγραφή
απαντημένος, -η, -ο [apandiménos]
  • ① encountered, met (syn συναντημένος):
    • poem αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους | απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας (Seferis)
  • ② to which a reply has been given, answered (ant αναπάντητος):
    • απαντημένα γράμματα

[ppp of απαντώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες