Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: απαιτούμεν
2 items total [1 - 2]
απαιτούμενα [apetúmena] τα,
  • what is necessary for some work, task etc, the needful, requisite (syn τα αναγκαία [αναγκαίο 1], τα απαραίτητα):
    • poem ωραία, εντάξει· τ' ~ όλα | εδώ, μας λείπει μόνο μια κλεψύδρα (Stavrou Ar) |
    • έτυχε ..| να ιδώ αγωνίες, τραύματα, φόβους αλλά δεν μπόρεσα· | δεν είχα τ' ~ να τ' αναπαραστήσω (Vrettakos)

[fr kath, substantiv. pl n of απαιτούμενος]

απαιτούμενος, -η, -ο [apetúmenos] (L)
  • ① being requested, required (syn αιτούμενος 1):
    • απαιτούμενο ποσό |
    • τα υλικά θα παραδοθούν εντός της απαιτούμενης προθεσμίας |
    • η Aμερική αναλαμβάνει την υποχρέωση να εφοδιάζει την Eλβετία με τις απαιτούμενες ποσότητες του ουρανίου (Angelop)
  • ② necessary, requisite (syn αναγκαίος2 1, απαιτητός 2, απαραίτητος):
    • τα απαιτούμενα εισοδήματα, έξοδα, κεφάλαια |
    • οι απαιτούμενες γνώσεις, δαπάνες, θυσίες, προσπάθειες |
    • λαβαίνω τα απαιτούμενα μέτρα |
    • δεν εκπληροί τους απαιτούμενους όρους it does not meet the requirements |
    • δεν έχει τους απαιτούμενους βαθμούς για το πανεπιστήμιο |
    • η χώρα δεν διαθέτει τον απαιτούμενο ζωτικό χώρο |
    • οι επαναστάτες έχουν τα απαιτούμενα εφόδια για μήνες |
    • ο Mακάριος έχει το απαιτούμενο κύρος για να αποδεχθεί μια συμφωνία |
    • το κόμμα τους εξασφάλισε την απαιτούμενη πλειοψηφία |
    • πρέπει να προστεθούν οι απαιτούμενες επενδύσεις για την ανανέωση του παραγωγικού κεφαλαίου |
    • το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για την βιομηχανική χρησιμοποίηση του υδρογόνου θα είναι σύντομο |
    • κινδυνεύει η κρίση σου να μην έχει την απαιτούμενη αντικειμενικότητα ή τουλάχιστον την νηφαλιότητα που πρέπει (Terzakis) |
    • ήταν ένας τακτικός παίκτης στα ιπποδρόμια και στις ρουλέτες, που φαινόταν να έχει την απαιτούμενη πείρα (Koumantareas) |
    • ο νεαρός μυθιστοριογράφος θέλησε απότομα, χωρίς την απαιτούμενη πνευματική προπαρασκευή, να μας δώσει πλατιές συνθέσεις μιας ζωής που μόλις τη γνώριζε (Sachinis)

[fr kath απαιτούμενος, prpp of απαιτώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go