Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαθλιώνομαι
1 εγγραφή
απαθλιώνομαι [apaθliónome] mediop απαθλιωνόταν, aor απαθλιώθηκα (subj απαθλιωθώ), ppp απαθλιωμένος
  • become or be made wretched, miserable or destitute (syn εξαθλιώνομαι):
    • όσο απαθλιωνόταν ο τόπος, τόσο κοντύτερα ερχόταν προς τον κομμουνισμό (ChZalokostas) |
    • τινάχτηκαν στον αέρα τα γεφύρια του σιδηροδρόμου, για ν' απαθλιωθεί ο πληθυσμός (id., adapted) |
    • poem η χώρα μου δεν είναι πια | η χώρα των ποιητών, | αλλά το γραμματοκιβώτιο επιγραφών, | που γράφτηκαν κι απαθλιώθηκαν (NValaoritis)

[cpd of απ- and MG αθλιούμαι (-όομαι) 'be made wretched' (Georg. Pisid., Tzetzes), der of άθλιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες