Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απίστομα [apístoma] adv (& πίστομα & ταπίστομα)
- in a prone position, face down (syn μπρούμυτα, ant ανάσκελα):
- κείτεται, ξαπλώθηκε, σωριάστηκε ~ |
- κολύμπημα ταπίστομα (syn κολύμπι της κοιλιάς) |
- ο πάρεδρος γύρισε ταπίστομα, δίνοντας τα νώτα του στο ηλιοπύρι (Karkavitsas) |
- θωρώ το στήριγμά μου στο τρουσέκι, ~, με τσικουριά στο σβέρκο (Melas) |
- προσκύνησε κι αυτή πίστομα κ' ήρθε και κάθισε κοντά μου (Kazantz) |
- ο νωμοτάρχης έπεσε πίστομα και δάγκωσε το χώμα (Prevelakis) |
- poem πολλοί κι ~ κι ανάσκελα κυλούσαν απ' τ' αμάξια (Homer Il 11.179 Kaz-Kakr)
- ⓐ fig w. the mouth facing down, upside down (syn ανάποδα 1):
- έπλυνε τα ποτήρια και τα βαλε ~ |
- folks. εκείνος εσηκώθηκε κ' εις τα σταμνιά πηγαίνει, | κι όλα τα βρήκε πίστομα και το νερό χιουμένο (Theros)
[fr postmed, MG πίστομα ← *επίστομα, der fr AG, K phr ἐπί στόμα; cf πίκουπα, πίμυτα]
- in a prone position, face down (syn μπρούμυτα, ant ανάσκελα):