Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέχω
3 εγγραφές [1 - 3]
απέχω [apéxo] (imper 2sg άπεχε, 2pl απέχετε) ipf απείχα, aor απέσχον (subj απόσχω), pf & plupf έχω-είχα απόσχει
  • ① be distant (fr), be at a distance of, be away (syn phr βρίσκομαι σε απόσταση, είμαι μακριά):
    • το δάσος απέχει τρία χιλιόμετρα |
    • η λίμνη απέχει μια ώρα από το χωριό |
    • πόσο απέχει το νησί; how far is it to the island? |
    • δυο βήματα απέχει η Zάκυνθος από την Iθάκη (Floros) |
    • το τραίνο δεν απείχε πια παρά λίγα χιλιόμετρα από τα Σκόπια (Ouranis) |
    • οι δυο σκηνές του πίνακα δεν απέχουν μεταξύ τους χρονολογικά (Kanellop) |
    • στους κοινωνικούς θεσμούς απέχουμε μίλια από το σημείο όπου έχει φτάσει ο γερμανικός λαός (Athanasiadis-N)
  • ⓐ fig be a long way off, be far fr, fall short of:
    • διηρημένοι καθώς είμαστε απέχουμε από το γράμμα και το πνεύμα του Nαζωραίου (Palaiologos) |
    • μια τέτοια επιβολή του νόμου πολύ απέχει από το να επιτελεί το σκοπό του δικαίου (Nestor) |
    • τα διηγήματά της απέχουν πολύ από την αρτιότητα (Thrylos) |
    • ο χορός στα πρώτα βήματα της ανθρωπότητας πολύ απείχε από το να είναι μια επιπόλαιη διασκέδαση (Moustoxydis)
  • ⓑ be dissimilar, differ (syn διαφέρω):
    • fig phr απέχουν παρασάγγες they are miles apart, they differ widely |
    • όσο απέχει ο ουρανός απ' τη γη as different as heaven and earth |
    • ζούσαν με αμοιβαία ανοχή που ελάχιστα απείχε από τη συμπάθεια (Palaiologos) |
    • ο έρωτας που έχει αναλύσει ο Προυστ απέχει πολύ απ' τον συνηθισμένο μυθιστορηματικό (Athanasiadis-N, adapted) |
    • το κομμάτι που συνέθεσα απείχε πολύ από αυτό που είχα ακούσει στον ύπνο μου (Mourelos)
  • ② keep away fr or clear of, avoid, shun (syn αποφεύγω):
    • ~από άδικες πράξεις, από κάθε κρίση |
    • ν' απέχετε από τους Σουλιώτες και να μη τους βοηθάτε (Petsalis) |
    • οι πολίτες που απέχουν απ' το χρέος τους είναι αχρείοι (Ploritis) |
    • είναι κακός άνθρωπος, να τον απέχεις! (Prevelakis) |
    • folks. πώς ν' απέχ' απ' την αγάπη, | που 'χασα πολλά για δαύτη; (DPetrop)
  • ⓒ not take part, abstain (ant συμμετέχω):
    • ~ από το παιχνίδι, την πολιτική |
    • οι βουλευτές του κέντρου απέσχον από τη σημερινή συνεδρίαση της Bουλής |
    • οι ενέργειες του υπουργού δεν είχαν την παραμικρή επίδραση στην απόφαση των Δυτικών κρατών ν' απόσχουν και να μην καταψηφίσουν (Christidis, adapted) |
    • το μισό κόμμα είχε απόσχει από τις εκλογές (Kasimatis)

[fr postmed (Somavera) απέχω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

απέχων1 [apéxon] ο, (L)
  • a person abstaining fr work, fr a vote etc:
    • όλοι οι σύμμαχοί μας περιλαμβάνονταν στους απέχοντες, εκτός από τις HΠA, που ψήφισαν κατά (Christidis)

[fr kath απέχων, substantiv. m of prp of απέχω]

απέχων2, -ουσα, -ον [apéxon] (L) engineer etc
  • measured at right angles fr a line, offset

[fr kath απέχων, prp of απέχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες