Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
237 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απέ [apé] adv (& usu κι απέ)
- ① afterwards, subsequently (syn απέκει 2, έπειτα, κατόπιν, μετά, ύστερα):
- το καράβι, αγάλι αγάλι στην αρχή, ~ με φόρα κατεβαίνοντας, χτυπάει τη θάλασσα κλ (Vlami) |
- κάποιο βαπόρι θα έβγαινε από το λιμάνι κι ~ θα μίκραινε και θα χανόταν (Lazaridis) |
- έλα πρώτα να σε φιλέψω ένα ποτήρι νερό κι ~ βλέπουμε (Manglis) |
- folks. να μασώ τα μπουλούκια μου κι όλο τον ταϊφά μου, | κι ~ ν' ακούσεις πόλεμο και κλέφτικο τουφέκι (Passow) |
- poem και πρώτα γέλασε παράταιρα κι ~ μιλεί και κρένει (Homer Od 18.163 Kaz-Kakr)
- ② in interr. sentences, κι ~; well?, and?, so what? (syn και τι μ' αυτό; or ε, και;):
- "πέθανε ο πατέρας του" "κι ~; γέρος ήτανε " |
- "το παιδί του πεθαίνει" "κι ~; θα κάνει άλλο παιδί"
- ③ used as conj after all (syn εξάλλου):
- ο Γιάννακας τη λάτρευε τη δυχατέρα του, κι ~εκείνος είναι που έφταιξε (Vlami) |
- μια και δεν χόρτασα τον άντρα, ξέμαθα και να τον πεθυμάω ..· κι ~ είχα άλλες έγνοιες, καινούργιες λαχτάρες (Karagatsis)
[fr postmed, MG απέ, perh der fr MG & ModG απέκει, this in turn fr MG & ModG απεκεί in both local & temporal sense. The possibility of MG & ModG adv απέ fr prep απέ (= από) exists; cf syn adv μετά (fr μετά ταύτα)]
- ① afterwards, subsequently (syn απέκει 2, έπειτα, κατόπιν, μετά, ύστερα):
- απεβίωσε [apevíose] 3sg, απεβίωσαν 3pl, (subj αποβιώσει, αποβιώσουν), aor (L)
- ceased to live, died, expired (syn πέθανε, syn phr παρέδωσε το πνεύμα L, D τα τίναξε):
- η σύζυγός του ~ ύστερα από βαριά αρρώστια |
- όταν αποβιώσει ο μισθωτής, οι κληρονόμοι του έχουν δικαίωμα να καταγγείλουν τη μίσθωση (Christidis AK)
[fr kath απεβίωσε ← K (also pap) ἀπεβίωσε, new form for pap ἀπεβιώσατο (6th c. AD) for ἀπεβίω]
- ceased to live, died, expired (syn πέθανε, syn phr παρέδωσε το πνεύμα L, D τα τίναξε):
- απεγνωσμένα [apeγnozména] adv (&
- Panagiotop απογνωσμένα) (L)
- ① desperately (syn phr με απόγνωση):
- αγωνίζομαι, μάχομαι, παλεύω, προσπαθώ ~ |
- οχτακόσιες κοπέλες ήθελαν ~ αυτό το ρόλο |
- εργάστηκαν ~ για να σταματήσουν τον πόλεμο |
- λίγες ομάδες αντιστέκονται ~ σε συνδυασμένες επιθέσεις κομμουνιστών (ChZalokostas) |
- ~, πεισματάρικα, απόκρυβε τον παιδεμό που κυκλοδρομούσε μέσα του (Foteinos) |
- σπρώχναμε ~ τη θάλασσα κατά τη πρύμη με τ' αδύναμα μπράτσα μας (Zappas, adapted)
- ⓐ despairingly, despondently (syn απέλπιδα, απελπισμένα):
- τα ουρλιάσματα του μεγαφώνου είναι η σπαρακτική κραυγή της ελληνικής νεότητας που σκούζει ~ για ν' ακουστεί (Psathas) |
- "θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;" κραύγασε στερνά ~ (Thrylos)
- ② agonizingly, anxiously (syn in αγωνιωδώς):
- κυνήγησαν τους κακοποιούς καλώντας ~ με φωνές την αστυνομία |
- ζητάμε ~ τρόπους για να ξεφύγουμε από την καθημερινή ζωή μας |
- όταν βρίσκεται μακριά της, την καλεί κοντά του ~ (Chatzinis) |
- ο άνθρωπος δαγκάνει ~ την ελπίδα (Spandonidis) |
- αναζητούμε ~ το στέρεο έδαφος, το αντιστύλι (Panagiotop)
- ⓑ urgently, compellingly (near-syn αναγκαστικά, απαραίτητα 2):
- χρειάζεται ~ στρατιωτική βοήθεια
- ③ frantically, wildly, feverishly (near-syn μανιασμένα):
- τα τηλέφωνα του γραφείου του κτυπούσαν ~ |
- οι αγωγιάτες ξυλοκοπούσαν ~ τα γαϊδουράκια (Melas) |
- όλη η παρδαλή μάζα κινείται ~, βγάζει άναρθρες κραυγές κλ (Chatzinis) |
- πήγαιναν κ' έρχονταν τραγουδώντας εθνικά άσματα και ζητωκραυγάζωντας ~ (Koufop)
[der of απεγνωσμένος; cf kath απεγνωσμένως]
- απεγνωσμένο [apeγnozméno] το, (& απογνωσμένο) (L)
- sth desperate or hopeless:
- αίμα σπάταλα χυμένο για τα πιο χαμένα, τα πιο επώδυνα, τα πιο απογνωσμένα (RApostolidis)
[substantiv. n of απεγνωσμένος2]
- sth desperate or hopeless:
- απεγνωσμένος1 [apeγnozménos] ο, (L)
- a desperate man (syn ανέλπιδος1, απελπισμένος1):
- στα Tελευταία σχεδιάσματα ο Oυράνης δείχνεται ένας ~ (Spandonidis) |
- poem έστω και μια φορά, είπατε να κρατήσετε | ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους; (Christianop)
[substantiv. m of απεγνωσμένος2]
- a desperate man (syn ανέλπιδος1, απελπισμένος1):
- απεγνωσμένος2, -η, -ο [apeγnozménos] (& απογνωσμένος) (L)
- ① desperate, undaunted:
- ~ αγώνας |
- απεγνωσμένη άμυνα, αντίσταση, επίθεση, πάλη |
- απεγνωσμένη έξοδος πολιορκημένων |
- καταβάλλει απεγνωσμένες προσπάθειες |
- παίρνει το επεισόδιο τούτο τον τύπο μιας αρχαίας τραγωδίας, μιας απεγνωσμένης σύγκρουσης με τη μοίρα (Tsatsos) |
- τον μύθο του Λαζάρου τον διαμόρφωσε η ασίγαστη, η απεγνωσμένη επιθυμία της αθανασίας (Thrylos)
- ⓐ offering no hope, hopeless, desperate (syn απέλπιδος 2, απελπισμένος2 2):
- απεγνωσμένο σχέδιο, τόλμημα |
- απεγνωσμένες διαμαρτυρίες των εργάτων |
- υπάρχει κάτι το απεγνωσμένο, όσο και αποφασιστικό, σ' αυτά τα μέτρα (Chatzinis) |
- η τέχνη που απευθύνεται μόνο σε τρεις ανθρώπους είναι μια παθολογική κατάσταση και διάβημα απεγνωσμένο (Dizikirikis) |
- επωφελήθηκε από την απεγνωσμένη χειρονομία του αντιπάλου του για να τον εξευτελίσει (Roussos, adapted)
- ② agonized, anxious (syn αγωνιώδης 1):
- απεγνωσμένες εκκλήσεις, κινήσεις, φωνές |
- κάθε δέκα λεπτά ακούγεται το απεγνωσμένο σφύριγμα του βαποριού μας (Athanasiadis-N) |
- poem σώσε την τελευταία ώρα τούτου του ανθρώπου, | την πιο στυγνή και την πιο απεγνωσμένη (Diktaios)
- ⓑ heart-broken, low-spirited, despondent (syn καταθλιμμένος, καταπτοημένος):
- απογνωσμένος ποιητής |
- στενάζει ~ |
- ~ έρωτας, πόνος |
- το αγόρι έκανε με το χέρι του ένα κίνημα απεγνωσμένης βαριεστημάρας (Nakou) |
- η κοιλάδα του Iωσαφάτ είναι μια άβυσσος τραγική κι απεγνωσμένη (Athanasiadis-N) |
- poem στους μουχλιασμένους τοίχους βούλιαζε το βλέμμα μου | σ' απεγνωσμένους αποχαιρετισμούς (Patrikios)
- ⓒ urgently or desperately needed (near-syn αναγκαίος2 1):
- ζητούν απεγνωσμένη βοήθεια
- ③ frantic, feverish, wild (near-syn μανιασμένος):
- προσπαθούσαν ν' αντιδράσουν με την απεγνωσμένη λύσσα όλων των φανατικών (Melas) |
- αντιμετώπισε ξαφνικά των έρωτα σαν ένα παράλογο και απεγνωσμένο μεθύσι (Petsalis) |
- λικνίζονταν μέσα σ' ένα δίχτυ τρυφερότητας, απεγνωσμένης (Tsirkas)
[fr kath απεγνωσμένος ← PatrG (4th c. AD) ← K (2nd c. BC); cf MG (Chron. Mor) απεγνωσμένος]
- ① desperate, undaunted:
- απεδάφιση [ape∂áfisi] η, (L)
- rise fr the ground, take-off (syn απογείωση, ant προσγείωση, προσεδάφιση):
- ~ του αεροπλάνου, του διαστημόπλοιου
[fr kath (neol) απεδάφισις, der of *απεδαφίζω]
- rise fr the ground, take-off (syn απογείωση, ant προσγείωση, προσεδάφιση):
- απεδίκλωτος, -η, -ο [ape∂íklotos] (& απερδίκλωτος) region. (Maced, Pelop)
- whose legs have not been tied, unfettered, unhobbled (ant πεδικλωμένος):
- άφησες το μουλάρι απεδίκλωτο
[cpd w. *πεδικλωτός (: πεδικλώνω)]
- whose legs have not been tied, unfettered, unhobbled (ant πεδικλωμένος):
- απέδρασα [apé∂rasa] &, πόδρασα, subj αποδράσω (L)
- escape fr prison etc, break loose, break out (syn δραπέτευσα L, syn phr το 'σκασα):
- δύο τρομοκράτες απέδρασαν |
- του πρεσφέρεται η ευκαιρία να αποδράσει από το δεσμωτήριο (Varikas)
[fr kath απέδρασα, new aor form of αποδιδράσκω ← MG (Du Cange) ← K, AG ἀποδιδράσκω]
- escape fr prison etc, break loose, break out (syn δραπέτευσα L, syn phr το 'σκασα):
- απεδώ s. αποδώ.