Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάγκειος
2 εγγραφές [1 - 2]
απάγκειος1 [αpáŋɟos] ο, s. απάγκειο 2
:
  • έλα δω στον απάγκειο

[substantiv. m of απάγκειος2]

απάγκειος2, -α, -ο [αpáŋɟos] (sp. also απάγγιος & απάγγειος)
:
  • απάγκειο αραξοβόλι, λιμανάκι, μέρος |
  • ~ τόπος, βράχος |
  • η ακρογιαλιά σέρνεται χθαμαλή και απάγκεια (KPolitis) |
  • είδαν τον Mιχαλάκη καβάλα, ίδιο στρατοκόπο άγιο να ορμά κατά το απάγκειο τους λημέρι (MGeorgiou) |
  • poem και στα λακκώματα τ' απάγκεια | χοροί ξαδιάντροποι σατύρων (Palam) |
  • .. μου εικάστηκε πολύ καλός ο τόπος, | ~ και χωρίς ξερόβραχα (Homer Od 7.282 Kaz-Kakr) |
  • πώς καθρεφτίζονται ήσυχα τ' αδρά σας κάλλη | στα γαλανά του στοχασμού κι απάγκεια βύθη (Delis)

[cpd of απ- (απο-) & dial άγκειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες