Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάγκειο
3 εγγραφές [1 - 3]
απάγκειο [αpáŋɟo] το,
  • ① naut lee, leeward (syn νηνεμία):
    • έχει ~ σήμερα (Dimitrakos)
  • ② sheltered spot, shelter (syn μέρος απάνεμο, L υπήνεμο μέρος, dial [Crete] άγκειο):
    • πιάσε ένα ~ να λιαστείς |
    • κάτσε δω στ' ~ |
    • θα ορτσάρω σαν μπω στ' απάγκεια της Tήνος (AVlachos) |
    • μαζεύτηκαν κι αυτοί σ' ένα ~ να ξαλεγράρουν (Peranthis) |
    • ένας γέρος λιαζότανε σ' ένα ~ (Valtinos) |
    • τα κυπαρίσσια ήταν στη σειρά, λες και τα 'χαν φυτέψει για να κάνουν ~ (Angeloglou) |
    • η φάλαγγα σταματά μονάχα τη νύχτα, στο δάσος ή σε κανένα ~ του βουνού (Papatsonis) |
    • εκεί στη γωνιά του ζαχαροπλαστείου είναι ~ (Nirvanas) |
    • poem πετρώσανε τα δάκρυα στ' ~ του θανάτου (Likos)

[substantiv. n of απάγκειος2]

απάγκειος1 [αpáŋɟos] ο, s. απάγκειο 2
:
  • έλα δω στον απάγκειο

[substantiv. m of απάγκειος2]

απάγκειος2, -α, -ο [αpáŋɟos] (sp. also απάγγιος & απάγγειος)
:
  • απάγκειο αραξοβόλι, λιμανάκι, μέρος |
  • ~ τόπος, βράχος |
  • η ακρογιαλιά σέρνεται χθαμαλή και απάγκεια (KPolitis) |
  • είδαν τον Mιχαλάκη καβάλα, ίδιο στρατοκόπο άγιο να ορμά κατά το απάγκειο τους λημέρι (MGeorgiou) |
  • poem και στα λακκώματα τ' απάγκεια | χοροί ξαδιάντροποι σατύρων (Palam) |
  • .. μου εικάστηκε πολύ καλός ο τόπος, | ~ και χωρίς ξερόβραχα (Homer Od 7.282 Kaz-Kakr) |
  • πώς καθρεφτίζονται ήσυχα τ' αδρά σας κάλλη | στα γαλανά του στοχασμού κι απάγκεια βύθη (Delis)

[cpd of απ- (απο-) & dial άγκειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες