Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αοσμία
1 item total
αοσμία [aozmía] η, (L)
  • ① med lack or lessening of the sense of smell, anosmia (syn ανοσμία):
    • έχει πάθει ~, δεν έχει όσφρηση
  • ② lack of odor (ant μυρωδιά, οσμή):
    • πάστρα και ~ σε αφάνταστο βαθμό, αστραφτερά βασιλεύουν στις υπεραγορές (Karantonis) |
    • η καθαριότητα στην Aμερική είναι και όσφρηση και όραση· όταν δε θα μυρίζει σαπούνι ή εντομοκτόνο, θα μυρίζει ~ (id.)

[fr AG ἀοσμία (Theophr., 4th/3rd c. BC) bes ἀνοσμία (Diocles med.), der of AG, K ἄοσμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go