Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιοπαρόμοιαστος, -η, -ο [aksioparómjastos]
- deserving to be compared, comparable:
- είναι αξιοπαρόμοιαστοι με τους ανθρώπους οι οποίοι για να ζήσουν πουλούν φαρμάκι (Solom)
[cpd w. *παρομοιαστός (K παρομοιάζω NT, Chrysost.]), whence also der ModG παρομοιαστικός]
- deserving to be compared, comparable: