Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιοπαρόμοιαστος
1 εγγραφή
αξιοπαρόμοιαστος, -η, -ο [aksioparómjastos]
  • deserving to be compared, comparable:
    • είναι αξιοπαρόμοιαστοι με τους ανθρώπους οι οποίοι για να ζήσουν πουλούν φαρμάκι (Solom)

[cpd w. *παρομοιαστός (K παρομοιάζω NT, Chrysost.]), whence also der ModG παρομοιαστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες