Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιολογώ [aksioloγó] αξιολογείς, ipf αξιολογούσα, aor αξιολόγησα, pass αξιολογούμαι, aor αξιολογήθηκα (subj αξιολογηθώ)
- judge the merit or value of s.o. or sth, evaluate, assess (syn αποτιμώ, εκτιμώ):
- ~ ένα έργο τέχνης, τη ζωγραφική, την ποίηση |
- ~ την προσφορά, τη συμβολή, τις πράξεις κάποιου |
- ~ αρνητικά, θετικά, ψυχολογικά |
- οι απλοϊκοί αυτοί άνθρωποι αξιολογούν τον συνάνθρωπό τους πιότερο με ηθικά παρά με πνευματικά κριτήρια (Karagatsis) |
- για να συλλάβουμε, να ερμηνεύσουμε, να αξιολογήσουμε το νόημα ενός τέτοιου βιβλίου πρέπει πρώτιστα να νοιώσουμε τα πρόσωπά του (Theotokas) |
- έτσι έβλεπε και αξιολογούσε ο άνθρωπος τον κόσμο και τη ζωή γύρω του σε όλους τους καιρούς (Papanoutsos) |
- πριν μπούμε στην εξέταση του τρόπου με τον οποίο τα πολιτικά κόμματα αξιολόγησαν το αποτέλεσμα, ας συνοψίσουμε αντικειμενικά τα δεδομένα του ψηφίσματος (Christidis) |
- είναι της μόδας να αξιολογείται κάθε μας πνευματική εκδήλωση με τα ρομαντικά αυτά εθνικά κριτήρια (Evangelidis) |
- | also intr |
- κινείται, θυμάται, κρίνει και αξιολογεί, κοιτάζοντας με τα μάτια της ψυχής (Michelis)
- ⓐ review critically:
- τους δύο τελευταίους αιώνες η κλασική φιλολογία εδίδαξε τους ανθρώπους να διαβάζουν και ν' αξιολογούν τα αρχαία κείμενα (Theodorakop)
[fr kath αξιολογώ ← K; cf αξιολογούμενος (Dion. Halic.)]
- judge the merit or value of s.o. or sth, evaluate, assess (syn αποτιμώ, εκτιμώ):
- αξιολογών, -ούσα, -ούν [aksioloγón] (L)
- evaluating:
- συγχέεται η υποτιθέμενη πηγή των ηθικών αξιών με τα κίνητρα των αξιολογούντων προσώπων (Papanoutsos)
[fr kath αξιολογών, prp of αξιολογώ]
- evaluating: