Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξεπάστρευτος, -η, -ο [aksepástreftos]
- not wiped out, not eliminated, left alive (syn αξεμπέρδευτος 2, ζωντανός):
- απ' όλη τη συμμορία δεν έμεινε ούτε ένας ~ |
- άφησαν μόνο δυο κότες αξεπάστρευτες στο κοτέτσι
[cpd w. *ξεπαστρευτός (: ξεπαστρεύω)]
- not wiped out, not eliminated, left alive (syn αξεμπέρδευτος 2, ζωντανός):