Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξεπάστρευτος
1 εγγραφή
αξεπάστρευτος, -η, -ο [aksepástreftos]
  • not wiped out, not eliminated, left alive (syn αξεμπέρδευτος 2, ζωντανός):
    • απ' όλη τη συμμορία δεν έμεινε ούτε ένας ~ |
    • άφησαν μόνο δυο κότες αξεπάστρευτες στο κοτέτσι

[cpd w. *ξεπαστρευτός (: ξεπαστρεύω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες