Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξέπλυτος, -η, -ο [akséplitos]
- unrinsed (syn αξέβγαλτος 1, ant ξεπλυμένος):
- αξέπλυτα πιάτα, ρούχα
[cpd w. *ξεπλυτός (: ξεπλύνω)]
- unrinsed (syn αξέβγαλτος 1, ant ξεπλυμένος):