Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυφαντής
1 εγγραφή
ανυφαντής [anifandís] ο, pl ανυφαντές, ανυφαντάδες & ανυφαντήδες
  • ① male weaver (syn in ανυφαντάρης):
    • δυο περίφημοι ανυφαντάδες από την Kύπρο |
    • μια φίρμα ξακουστή στον κόσμο των ανυφαντάδων |
    • στο χωριό μερικοί είναι ανυφαντήδες, οι άλλοι είναι γουνάρηδες (Petsalis) |
    • poem βαστάζοι, ανυφαντές, μπαλσαμωτές, γυναίκες μαραμένες | χυμούν κλ (Kazantz Od 10.116)
  • ⓐ fig weaver, fashioner, creator (of ideas etc):
    • το νόημα της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι ένα υφάσιμο που όλο αλλάζει, κι ~ του είναι ο Σωκράτης (Theodorakop) |
    • poem .. να σκίσουμε το δίχτυ | του ανυφαντή του γύπνου, κι ας χαθεί σαν όνειρο η ψυχή μας (Kazantz Od 8.1191) |
    • κι ο γήλιος, ο τρανός ~, πετούσε τις σαγίτες | κ' ύφαινε, ξύφαινε στον αργαλειό του αγέρα τους ανθρώπους (ib 10.1056)
  • ② spider (syn ανυφάντρα 2):
    • άρχισε να γνέθει ιδέες με σχέδιο και τελικό σκοπό, σαν τον ανυφαντή την αραχνιά του (Idas) |
    • πάνω στους γιγάντιους ευκαλύπτους κρέμονταν από τ' ακρόκλωνα .. μύριες πλεχτές φωλιές των ανυφαντών (Lazaridis)

[fr MG ανυφαντής / ανυφάντης; accent shifted fr ανυφάντης (Souda) to ανυφαντής by anal of oxytones (τιμητής, κολυμβητής etc)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες