Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανυφαίνω [aniféno] aor ανύφανα, lit
- poet.
- ① weave (syn υφαίνω 1):
- poem βλαντί ~ δίμιτο, χρυσό του πλέκω ρέλο (Athanas)
- ② fig create, form, weave (ideas, thoughts etc) (syn υφαίνω 2):
- κοιτάζει το φεγγάρι σιωπηλή ανυφαίνοντας τα όνειρά της (Prousis) |
- poem εσύ είσαι ο καθαρτής |..| που ως υφαντής ανύφανες | της νέας μας Eλλάδας | την αρμονία (Skipis) |
- ουράνια φώτα που ανυφαίνουνε | για την αιωνιότητα μια μουσική (Varvitsiotis) [fr MG ανυφαίνω 'weave' (Euseb. Προπ. 14, p. 777 A |
- ιμάτιον .. ανυφαίνεται
[= υφαίνεται]) ← K ἀν-υφαίνω 'weave anew' ← AG]