Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανυπομονώ [anipomonó] ανυπομονείς, ipf ανυπομονούσα, aor ανυπομόνησα (subj ανυπομονήσω) (L)
- ① be or grow impatient, lose one's patience (syn ανυπομονεύω):
- το ακροατήριο ανυπομονεί |
- οι πολιτικοί ηγέτες ανυπομονούσαν και αδημονούσαν |
- μερικοί άρχισαν ν' ανυπομονούν και να φεύγουν |
- ο κόσμος ανυπομονεί, θέλει να δράσει |
- ο στρατηγός T. ανυπομονούσε βλέποντας να χάνεται πολύτιμος χρόνος (Terzakis) |
- ανυπομόνησε ο άνθρωπος στην τόση αναισθησία των χωριάτων, ώστε απεφάσισε να ζητήσει βοήθεια (Karkavitsas) |
- μην ανυπομονήσεις με την ιδέα πως άργησα τη φορά αυτή να σου δώσω ειδήσεις μου (Palam)
- ② be anxious or eager:
- ~ για ειδήσεις σου |
- ανυπομονεί να δει το έργο |
- ανυπομονούσα να μπω στο ναό, να δοκιμάσω τις ικανότητές μου |
- ο κόσμος ανυπομονεί για μια χειροπιαστή αλήθεια |
- ανυπομονούσαμε πότε να φτάσουμε στο χωριό |
- όλοι ανυπομονούσαν για να δουν ποιο μουσείο θα αποκτήσει τον πίνακα του Pέμπραντ (Papantoniou, adapted) |
- όλες οι φυλές του κόσμου πορεύονται προς τα εκεί (sc προς τον Άγιο Πέτρο) ανυπομονώντας να συνθλιβούνε, άλλοι απ' τον όγκο, άλλοι απ' το μεγαλείο (Venezis) |
- ανυπομονεί πότε θα μπορέσει να πολιτεύεται κι αυτός μες στη βουλή (Tsirkas)
[fr kath ανυπονομώ, der of ανυπόμονος]
- ① be or grow impatient, lose one's patience (syn ανυπομονεύω):
- ανυπομόνως [anipomónos] adv (L)
- eagerly, anxiously (syn ανυπόμονα 1):
- περιμένω ~ νέα σου
[fr kath (neol Koumanoudis) ανυπομόνως, der of ανυπόμονος]
- eagerly, anxiously (syn ανυπόμονα 1):