Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυποληψία
1 εγγραφή
ανυποληψία [anipolipsía] η, (L)
  • ① disreputability, disrepute:
    • η ανυποληψία της χρεοκοπίας |
    • πολιτική ~ |
    • η κοινωνία χαρίζει την ~ και τον έπαινο |
    • η κυβέρνηση αποπνέει ρεύμα ανυποληψίας |
    • η χώρα οδηγήθηκε σε διεθνή ~ |
    • η εργασία είχε πέσει σε ~ work had fallen into disrepute |
    • έριξε το σχέδιό μου σε ~ he discredited my plan |
    • μια πολιτική παράταξη πρέπει να διαγράφει από τις τάξεις της πρόσωπα που την εκθέτουν σε ~ (Palaiologos) |
    • ο χριστιανισμός ανακηρύττοντας τη δύναμη του θεού άπειρη έβγαλε την έννοια του απείρου από την ~ (Papanoutsos)
  • ② lack of esteem (for sth), disrespect (w. προς or για) (ant εκτίμηση, σεβασμός, υπόληψη):
    • ~ προς την επιστήμη, τον λογικά διαρθρωμένο λόγο, την ποίηση, την τέχνη |
    • το κράτος δημιουργεί κλίμα ανυποληψίας στην κοινή γνώμη για τον τύπο |
    • δείχνει μεγάλη ~ προς το τίμιο δώρο της έκφρασης η ασυνείδητη δειγματοληψία από τ' αθάνατα βιβλία (Panagiotop) |
    • όλος ο κόσμος γελούσε με τα απομεινάρια της κυβέρνησης, τόση ήταν η ~ και η αδιαφορία γι' αυτούς (Petsalis)

[fr kath (neol Koumanoudis) ανυποληψία, der of ανυπόληπτος; cf kath αμεροληψία (: αμερόληπτος), ανυποψία (: ανύποπτος) etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες