Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντλία
1 εγγραφή
αντλία [andlía] η, (L)
  • pump (syn D τρόμπα):
    • ο εφευρέτης της αντλίας ήταν ο Kτησίβιος |
    • αναρροφητική ~ lift pump, suction pump |
    • ~ βενζίνης gasoline pump |
    • εμβολοφόρος ~ piston pump |
    • ηλεκτρική ~ |
    • περιστροφική ~ rotary pump |
    • πυροσβεστική ~ fire engine, fire truck

[fr kath αντλία ← LK (pap) ← AG (Hesych. ἀντλίαν· τόν καδίσκον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες