Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντλία [andlía] η, (L)
- pump (syn D τρόμπα):
- ο εφευρέτης της αντλίας ήταν ο Kτησίβιος |
- αναρροφητική ~ lift pump, suction pump |
- ~ βενζίνης gasoline pump |
- εμβολοφόρος ~ piston pump |
- ηλεκτρική ~ |
- περιστροφική ~ rotary pump |
- πυροσβεστική ~ fire engine, fire truck
[fr kath αντλία ← LK (pap) ← AG (Hesych. ἀντλίαν· τόν καδίσκον)]
- pump (syn D τρόμπα):