Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντισυμβατικός
2 εγγραφές [1 - 2]
αντισυμβατικός1 [andisimvatikós] ο, (L)
  • individual not bound by conventions, unconventional person:
    • ο ~ είναι ο πρόδρομος των ιδεών του μέλλοντος (Athanasiadis-N)

[substantiv. m of αντισυμβατικός2; cf Koumanoudis οι αντισυμβατικοί]

αντισυμβατικός2, -ή, -ό [andisimvatikós] (L)
  • unconventional:
    • αντισυμβατική λύση |
    • το αντισυμβατικό στοιχείο της κωμωδίας χαρακτήρων

[fr kath (neol) αντισυμβατικός, cpd w. συμβατικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες