Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αντισυλληπτικό
2 items total [1 - 2]
αντισυλληπτικό [andisiliptikó] το, (L)
  • contraceptive (device, drug etc):
    • η χρησιμοποίηση των αντισυλληπτικών δεν απαλείφει το ένστικτο που φέρνει στη ζωή τους ανθρώπους (Panagiotop)

[substantiv. n of αντισυλληπτικός]

αντισυλληπτικός, -ή, -ό [andisiliptikós] (L)
  • contraceptive:
    • αντισυλληπτικό φάρμακο, χάπι |
    • αντισυλληπτικά μέσα

[fr kath αντισυλληπτικός, cpd w. kath συλληπτικός; cf αντισυλληπτική ενέργεια στρατιωτικών αποσπασμάτων (Koumanoudis)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go