Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιστράτηγος [andistrátiγos] ο, (L)
- lieutenant general (of the army etc):
- η κηδεία του έγινε με τιμές αντιστρατήγου
[fr kath αντιστράτηγος ← K, pap; cf AG (Thucyd.) ἀντιστράτηγος 'enemy's general']
- lieutenant general (of the army etc):