Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αντιπληρώνω [andipliróno] aor subj αντιπληρώσω, pass αντιπληρώνομαι, aor subj αντιπληρωθώ
- pay back, return good or evil, retribute, requite:
- δεν ήξεραν από τη χαρά τους με τι τρόπο ν' αντιπληρώσουν το γέροντα (Karkavitsas) |
- πίστευε πως θ' αντιπληρωθεί πλουσιοπάροχα στην άλλη ζωή (Terzakis) |
- η νίκη του θεού θ' αντιπλήρωνε για την αδικία και θα γιάτρευε όλες τις πληγές (id.)
[cpd w. πληρώνω]
- pay back, return good or evil, retribute, requite: