Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπαρατήρηση [andiparatírisi] η, (L)
- counter-remark, counterobservation, rejoinder:
- βάσιμη ~ |
- μια παρατήρηση δε χάνει τη σημασία της με μια ~
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπαρατήρησις, cpd w. παρατήρησις]
- counter-remark, counterobservation, rejoinder: