Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιμελοδραματικός
1 εγγραφή
αντιμελοδραματικός, -ή, -ό [andimelo∂ramatikós] (L)
  • being against the melodramatic style, unmelodramatic:
    • όλοι αυτοί οι ανθρώπινοι τύποι είναι απερίτεχνοι, αντιρητορικοί (με το νόημα του αντιμελοδραματικού) (Papanoutsos)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιμελοδραματικός, cpd w. kath μελοδραματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες