Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιμάχομαι
1 εγγραφή
αντιμάχομαι [andimáxome] mi, no aor (L)
  • ① struggle or strive against, resist, oppose:
    • οι θαλασσινοί αντιμάχονται τις φουρτούνες και το κύμα |
    • οι Φλαμανδοί αντιμάχονται τους Bαλλόνους |
    • οι λαοί αντιμάχονταν τη χιτλερική θεομηνία |
    • η ψυχή και το κορμί αντιμάχονται το ένα το άλλο |
    • ο λόγος, η επιστήμη, η τέχνη αντιμάχεται το θάνατο και την ανώνυμη ζωή (Theodorakop) |
    • το βασίλειο του φωτός και το βασίλειο του σκότους αντιμάχεται το ένα το άλλο (Tatakis) |
    • η χαρούμενη διάθεση της μινωικής τέχνης αντιμάχεται νικηφόρα τη θλίψη του πεπρωμένου (Panagiotop) |
    • σκόνη σύννεφο σηκώθηκε και αντιμάχεται τον ήλιο (Petsalis) |
    • τ' ωχρό φως της χαραυγής αντιμάχεται τη φλογίτσα του λυχναριού (Karagatsis) |
    • poem παύουν τα χέρια μας τη μοίρα ν' αντιμάχονται (Melissanthi)
  • ② stand in opposition to or in conflict w., go against, oppose (syn αντιμαχώ 1, αντιπολεμώ, near-syn αντιστρατεύομαι):
    • η εποχή μας αντιμάχεται τη διάρκεια |
    • το αίσθημα αντιμάχεται τη σκέψη |
    • δεν αντιμαχόμαστε τον πρόεδρο της ομοσπονδίας |
    • τα φιλοσοφικά συστήματα αντιμάχονται το ένα το άλλο |
    • αντιμάχονται σφοδρά τις ιδέες του δασκάλου τους |
    • η ιδέα ως απόλυτο νόημα αντιμάχεται κάθε πεπερασμένη μορφή (Theodorakop) |
    • η ιδεαλιστική φιλοσοφία αντιμάχεται τη σύγχυση ηθικής και αισθητικής κρίσης (Tsatsos) |
    • ο δον Kιχώτης είναι η χίμαιρα που αντιμάχεται την πραγματικότητα (Panagiotop) |
    • πολλοί καλλιτέχνες αντιμάχονται στο έργο τους οτιδήποτε το ορθολογικό (Mourelos)
  • ⓐ be inconsistent w., contradict (near-syn αντικρούω, διαψεύδω):
    • είναι ευφροσύνη ν' ακούς μια φράση που να μην αντιμάχεται τον εαυτό της (Panagiotop) |
    • οι θέσεις του αντιμάχονται την ιστορία, την εμπειρία και την πραγματικότητα (Dizikirikis)
  • ③ intr countend, conflict, to fight, argue (w.) (syn αντιμαχώ 2):
    • στα κράτη της Aφρικής οι διάφορες φυλές αντιμάχονται |
    • αποφάσισαν στα σοβαρά να μην αντιμάχουνται για την πρωτιά της κατεργαριάς (Myriv) |
    • poem .. πια εγώ δε θέλω | για τους θνητούς ν' αντιμαχόμαστε με τον υγιό του Kρόνου (Homer Il 8.428 Kaz-Kakr)
  • ⓑ fig (or ideas etc) conflict w., be opposed to:
    • κάθε καλλιτέχνης προσδιορίζεται από τις ιδεολογίες που αντιμάχονται στον καιρό του (Dizikirikis) |
    • ο έρωτας και ο γάμος συμφιλιώνουν τις τάξεις που αντιμάχονται (Thrylos) |
    • στις μεταβατικές περιόδους συνυπάρχουν και αντιμάχονται οι αρχές του παλιού και του καινούργιου συστήματος (Nestor)

[fr MG αντιμάχομαι ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες