Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιλαμβανόμενος1 [andilamvanómenos] ο, (L)
- οne perceiving:
- ο ~ ξέρει τι αντιλαμβάνεται, έστω και αν δεν το πληροφορείται η συνείδηση (Papanoutsos)
[substantiv. m of αντιλαμβανόμενος2]
- οne perceiving:
- αντιλαμβανόμενος2, -η, -ο [andilamvanómenos] (L)
- being aware of, realizing:
- ~ αυτόν τον παραλογισμό εκλαμβάνει το αίτιο σαν αποτέλεσμα (Dizikirikis) |
- ο Πλάτων, ~ το κενό, προσπαθεί να το γεφυρώσει (Platis)
- ⓐ perceiving:
- ο Παλαμάς, ~ τα αρχαία σύμβολα με το αίσθημα του νεώτερου ανθρώπου, κινείται σε μιαν απέραντη αισθητική περιοχή (Chourmouzios)
[prp of αντιλαμβάνομαι]
- being aware of, realizing: