Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιλαμβάνομαι
1 εγγραφή
αντιλαμβάνομαι [andilamvánome] mi (kath 1pl αντιλαμβανόμεθα, 2p αντιλαμβάνεσθε), aor αντιλήφθηκα & rare αντιλήφτηκα (kath αντελήφθην) (subj αντιληφθώ & αντιληφτώ), prp αντιλαμβανόμενος (L)
  • ① perceive, apprehend:
    • αντιλαμβανόμαστε τ' αντικείμενα με τις αισθήσεις μας |
    • η ευαισθησία ορισμένων καλλιτεχνών τούς επιτρέπει να αντιλαμβάνονται πράγματα που άλλοι δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν (Mourelos) |
    • οι εννοιολογικές εμπειρίες του σχολείου επιτρέπουν στο παιδί να αντιλαμβάνεται τα φαινόμενα με το πλήρες τους νόημα (Geros)
  • ⓐ consider or perceive (as) (syn θεωρώ):
    • δίκαια αντιλαμβάνεσθε τον στατικό ιδεαλισμό ως άγονο (Tsatsos, adapted) |
    • ο κυπριακός λαός αντιλαμβανόταν το βρετανικό καθεστώς σαν μια απλή μεταβατική περίοδο (Christidis) |
    • αντιλαμβανόμαστε τον τουρισμό σαν υπηρετικό της οικονομίας (Peponis)
  • ② be or become aware or conscious of, notice, realize (that) (syn καταλαβαίνω):
    • ~ τις αντιρρήσεις, την κατάσταση, τον κίνδυνο |
    • δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό |
    • ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται σε πόλη πλουσίων |
    • δεν αντιλαμβανόμεθα ότι δημιουργούμε κλίμα εξόδου |
    • είχα απλουστεύσει τις κρίσεις μου χωρίς να το ~ |
    • αντιλαμβάνεσαι την κοινωνική υπεροχή μας κάνοντας μια βόλτα στους διαδρόμους του τρένου (Athanasiadis-N) |
    • την ταχύτητα την αντιλαμβανόμαστε μόνο όταν κοιτάξουμε τον ήσκιο του αεροπλάνου (Ouranis) |
    • τον πλούτο των βιβλίων της τουρκοκρατίας αντιλαμβάνεται κανείς φυλλομετρώντας τους δύο καταλόγους (Vacalop) |
    • o εχθρός αντελήφθηκε την κίνηση της αντικατάστασης (ADoxas) |
    • μόλις μας αντιλήφτηκαν, μας έκαναν τόπο να περάσουμε (Myriv) |
    • αντιλαμβανόμαστε πολύ γρήγορα ότι ο Zορμπάς είναι ένας δεύτερος Kαζαντζάκης (Chatzinis) |
    • όσο περνούν τα χρόνια τόσο ~ καθαρότερα πόσο το έργο μου είναι ο εαυτός μου (Petsalis) |
    • poem .. δεν θέλησα | να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην | που οι συγγενείς .. μ' έβλεπαν | με προφανή απορίαν κλ (Kavafis)
  • ③ understand s.o. (syn εννοώ, καταλαβαίνω):
    • για τ' όνομα του θεού όχι συγκεντρώσεις, μ' αντιλαμβάνεσθε; (Tsirkas)
  • ⓑ comprehend, understand (syn καταλαβαίνω):
    • ~ τη βαρύτητα των δηλώσεών του |
    • η αντιπολίτευση δεν θέλησε να αντιληφθεί τις διαστάσεις του νέου νόμου |
    • θα κάνω το καθήκον μου όπως εγώ το ~ |
    • μερικοί δεν αντιλήφθηκαν το ρόλο τους, σαν αναγνωστών, που τους προόριζε ο συγγραφέας (Chatzinis) |
    • είναι σφάλμα να μιλάμε για το πώς αντιλαμβάνονται τους ρόλους τους τα μεγάλα ταλέντα (Athanasiadis-N) |
    • ο ακροατής πρέπει να αντιληφτεί τα κίνητρα του ομιλητή (Geros) |
    • poem εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα | αντιλαμβάνονται (Kavafis)

[fr MG (Kriaras' Lex) αντιλαμβάνομαι ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες