Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντικρυσμένος, -η, -ο [andikrizménos]
- seen (syn ιδωμένος):
- το είδωλο της αγνότητάς μας, αντικρυσμένο στον καθρέφτη τ' ουρανού (Myriv) |
- η γαλήνη, αντικρυσμένη από τους εξώστες του ξενώνα, είναι για πολλούς πολύτιμο δώρημα (Floros)
- ⓐ viewed, considered (syn θεωρημένος, κοιταγμένος):
- έργα αντικρυσμένα σαν ένα σύνολο |
- ο ψυχικός βίος ~ σα μια σειρά φαινομένων (Lambridi) |
- ένας κόσμος ~ με τρόπο συναρπαστικό (Sachinis)
[ppp of αντικρύζω]
- seen (syn ιδωμένος):