Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντικραυγαλέος, -α, -ο [andikravγaléos] (L)
- not blatant, not offensive, quiet, restrained (ant κραυγαλέος):
- αντικραυγαλέα κατασκευή |
- ζούσε την ανάβαση στο βουνό μ' έναν ήρεμο αντικραυγαλέο τρόπο (Venezis, adapted)
[fr kath (neol) αντικραυγαλέος, cpd w. kath κραυγαλέος]
- not blatant, not offensive, quiet, restrained (ant κραυγαλέος):