Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αντικαλαισθητικός, -ή, -ό [andikalesθitikós] (L)
- not consistent w. esthetics, antiesthetic, unesthetic (ant καλαισθητικός):
- ελεύθεροι από μια χοντρή και αντικαλαισθητική περιέργεια προσέχομε περισσότερο το κυρίως καλαισθητικό στοιχείο (Delmouzos)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντικαλαισθητικός, cpd w. καλαισθητικός]
- not consistent w. esthetics, antiesthetic, unesthetic (ant καλαισθητικός):