Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αντικαλαισθητικός
1 item total
αντικαλαισθητικός, -ή, -ό [andikalesθitikós] (L)
  • not consistent w. esthetics, antiesthetic, unesthetic (ant καλαισθητικός):
    • ελεύθεροι από μια χοντρή και αντικαλαισθητική περιέργεια προσέχομε περισσότερο το κυρίως καλαισθητικό στοιχείο (Delmouzos)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντικαλαισθητικός, cpd w. καλαισθητικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go