Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αντιδασκαλικός
1 item total
αντιδασκαλικός, -ή, -ό [andi∂askalikós] (L)
  • unpedantic (ant δασκαλίστικος):
    • ο Mελάς είναι πραγματικά ένας maître με καθαρά αντιδασκαλικό πνεύμα (Chatzinis) |
    • μια τόσο βαθυνόητη παρατήρηση, πέρα για πέρα αντιδασκαλική, μόνο ένας άνθρωπος με πολύ αυξημένη πείρα των γλωσσοποιητικών θεμάτων θα μπορούσε να κάνει (Karantonis)

[cpd w. δασκαλικός ← διδασκαλικός; cf adv δασκαλικά (Erotokr)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go