Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αντιβουλγαρικός, -ή, -ό [andivulγarikós]
- anti-Bulgarian:
- ο στρατηγός ο διακρινόμενος για αντιβουλγαρικό μένος (Roussos) |
- η αντιβουλγαρική ψυχολογία του Kωνσταντίνου εσημείωσε υποχωρητικότητα (id.) |
- ένα είδος αντιβουλγαρικού αμόκ
[fr kath αντιβουλγαρικός (neol Koumanoudis), cpd w. βουλγαρικός]
- anti-Bulgarian: