Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανταρτοπόλεμος [andartopólemos] ο,
- guerrilla warfare, partisan warfare:
- η Kύπρος βρισκόταν σε ανταρτοπόλεμο κατά της βρετανικής κυριαρχίας (Christidis) |
- αποβάλλοντας τον μανδύα του Διγενή, του θρυλικού ηγέτη του ανταρτοπολέμου της EOKA, ο Γρίβας έγινε για πάρα πολλούς Eλλαδίτες ο παλιός γνωστός τους αντιδραστικός ηγέτης (id.)
[cpd w. πόλεμος]
- guerrilla warfare, partisan warfare:



