Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανταριασμένος, -η, -ο [andarjazménos]
- ① disturbed, agitated (syn ταραγμένος, αναστατωμένος):
- ανταριασμένη πλάση |
- ανταριασμένοι άντρες |
- ανταριασμένη γυναίκα, παρθένα |
- τα φουσκωτά στήθια τους ανεβοκατέβαιναν ανταριασμένα (Myriv) |
- να συχάσει η ανταριασμένη καρδιά του (Lazaridis) |
- πίσω απ' αυτή τη διάθεση καθάριζε η ανταριασμένη ψυχή του (GGrigoris) |
- γρήγορα τους συνεπήρε η ανταριασμένη φωνή του διμοιρίτη τους (TAthanasiadis) |
- όλη εκείνη η αδιαφορία του .. ήταν ένστικτο άμυνας, κάτι το ατίθασο, το κρυφά ανταριασμένο (Terzakis, adapted) |
- poem κι ο Πάτροκλος εκεί που πιότερους θωρούσε ανταριασμένους | χυνόταν με φοβέρες (Homer Il 16.377 Kaz-Kakr) |
- είπεν ο νέος ~ |
- | όχι, ποτέ σκλάβα ζωή (Malakasis) |
- στ' ανταριασμένο μέτωπό της έβαλες | την ακριμάτιστη γαλήνη (id.) |
- τους υποταχτικούς του κράζει | περίτρομος κι ~ (Skipis)
- ⓐ storm-tossed, buffeted, blown, beaten:
- τα προς τον βοριά έλατα ανταριασμένα (Floros) |
- το ανταριασμένο από τον άνεμο δειλινό (id.) |
- poem και ο Bράχος ο ξαγναντευτής κι ο ~ Bράχος | ρωτά και συλλογίζεται κλ (Palam) |
- πολύχρονος και κούφιος | κι ~ ο κορμός (sc της ελιάς)· τι από παλιά τη δέρνουν την ασημένια χαίτη του ζηλιάρηδες ανέμοι (Tsatsos)
- ② stormy, rough, tempestuous (syn πολύ ταραγμένος, τρικυμισμένος):
- ανταριασμένη θάλασσα, ανταριασμένο πέλαγος |
- κοίταξε το λιμάνι τ' ανταριασμένο (Vlami) |
- ομάδες ομάδες ξεχύνονταν στην πλατεία, που βογγούσε τότε σαν ~ γιαλός, μεγάλα κύματα που πηγαινοέρχονταν (LAkritas) |
- poem κι αυτοί στου ανταριασμένου Zέφυρου καθόνταν το τραπέζι | και ξεφαντώναν όλοι (Homer Il 23.200 Kaz-Kakr) |
- γιατί ειν' ο Tάμεσης ~; (Skipis)
- ③ enveloped in fog, foggy, murky (syn L ομιχλώδης):
- ανταριασμένο βουνό, ~ καιρός |
- σ' όλο το ταξίδι από την ανταριασμένη Θούλη ως τα φωτερά ακρογιάλια της ανταριασμένης Aττικής ο αγαπημένος άντρας της μιλούσε για την πατρίδα του (Karagatsis) |
- poem κοιμήσου και για μένα κλώθ' η μοίρα σου | στ' ανταριασμένο επάνου, στο ψηλό βουνό (Palam) |
- και Φοίνικες το φέραν σκίζοντας το ανταριασμένο κύμα (Homer Il 23.744 Kaz-Kakr)
- ⓑ dark, blurred (syn σκοτεινός, θαμπωμένος):
- poem λίγο ψηλότερ' από μένα | πληθαίν' η νύχτα, και πληθαίνει | τα σύγνεφα τ' ανταριασμένα (Malakasis) |
- .. το μάτι ανταριασμένο | του σκοτωμένου τρεις φορές ανεβοκατεβαίνει | και βασιλεύει σκοτεινό (Valaor)
- ⓒ fig murky, obscure:
- η ντροπή του 1897 τον ξυπνάει .. από τα τερπνά όνειρα της τέχνης σε μια πραγματικότητα θολή κι ανταριασμένη, σκοτεινή κι άδηλη (Melas)
[ppp of ανταριάζω]
- ① disturbed, agitated (syn ταραγμένος, αναστατωμένος):