Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίστοιχος, -η, -ο [andístixos] (L)
- ① arranged in opposite rows:
- αντίστοιχα προχώματα
- ② being a counterpart to, answering, homologous, corresponding, equivalent (near-syn ανάλογος, παράλληλος):
- οι αντίστοιχες πλευρές δύο τριγώνων |
- αντίστοιχες θέσεις, περιπτώσεις |
- αντίστοιχα φαινόμενα |
- αντίστοιχα κεφάλαια counterpart funds |
- ο Σολζενίτσιν ή κάποιος ~Iσπανός ποιητής |
- ένας πολιτισμός ~ με το νεολιθικό πολιτισμό της Θεσσαλίας |
- η ικανοποιητική απόδοση ενός έργου και η αντίστοιχη αύξηση του εθνικού εισοδήματος |
- η μανία του αρχαϊσμού δεν ήταν πάντα στηριγμένη σε αντίστοιχη γνώση |
- η γαλλική επανάσταση δεν θα ήταν κατορθωτή, αν δεν είχε δημιουργηθεί η αντίστοιχη κοινή συνείδηση (Panagiotop) |
- στην παραστατική τέχνη επιδιώκεται η διακοσμητική εντύπωση με μέσα αντίστοιχα προς την τεχνική της εποχής (Pallas) |
- δεν καταλαβαίνει μια λέξη εκείνος που δεν έχει την αντίστοιχη έννοια μέσα στο νου του (Papanoutsos)
- ③ respective:
- τ' αντίστοιχα βασίλειά τους |
- ο συγγραφέας αναφέρεται σε δύο τομείς της εθνικής ζωής ανασκοπώντας τα αντίστοιχα επιτεύγματα (Peponis)
[fr kath αντίστοιχος ← K, AG]
- ① arranged in opposite rows: