Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίκα
56 εγγραφές [1 - 10]
αντίκα [antíka & αndíka] η,
  • ① valuable object of old, antique:
    • συλλογή αντικών |
    • αυθεντικές αντίκες |
    • το αρχοντικό αδειάστηκε απ' όλες τις αντίκες |
    • folkt δεν την αφήνεις τη σεντούκα, μην περάσει κανένας λόρδος και του τη δώκομε σαν ~;
  • ⓐ old precious jewel, usu set in a ring (syn phr παλιά δαχτυλιδόπετρα):
    • δαχτυλίδι με ~ |
    • "σου έφερα μιαν ~", μου λέει, βάζοντάς μου στη φούχτα ένα μικρό πετράδι με σκαλισμένο ένα κεφάλι γυναίκας (Kazantz, adapted) |
    • και το πετράδι του δαχτυλιδιού η Aγιά Σοφιά, βυζαντινή ~ (Athanasiadis-N)
  • ⓑ valuable old coin:
    • ένα πιθάρι γεμάτο κωνσταντινάτα κι άλλες αντίκες, μεγαλέξανδρους, λυσίμαχους, αντίοχους, σωστό θησαυρό (Chourmouziadis)
  • ② derog older person or person w. antiquated ideas or habits:
    • μαζεύτηκαν όλες οι αντίκες και παίζουν χαρτιά |
    • πφ! αντίκες! ας πάνε (οι Γιαπωνέζες με τα κιμονό) να καθίσουν στις βιτρίνες του μουσείου, με μπόλικη ναφθαλίνη (Kazantz)

[fr Fr antique, as also Eng antique]

αντικαγκελλάριος [andikaŋgelários] ο,
  • vice-chancellor:
    • ο ~ της Δυτικής Γερμανίας

[cpd w. καγκελλάριος]

αντικαθεστωτικός, -ή, -ό [andikaθestotikós] (L)
  • being against the regime, anti-regime:
    • ο ~ Zαχάρωφ |
    • αντικαθεστωτική ενέργεια |
    • αντικαθεστωτικές δραστηριότητες |
    • αντικαθεστωτικοί ηγέτες |
    • το καθεστώς έχει αφορίσει τον υπερρεαλισμό γιατί τον θεωρεί αντικαθεστωτικό (Papatsonis) |
    • οι ευνοούμενοι καταγγέλλουν την αντικαθεστωτική συνωμοσία (Christidis EΣ)

[cpd w. καθεστωτικός]

αντικαθίσταμαι s. αντικαθιστώ.
αντικαθιστώ [andikaθistó] αντικαθιστά, ipf αντικαθιστούσα & αντικαταστούσα, aor αντικατέστησα & αντικατάστησα (subj αντικαταστήσω), prp αντικαθιστώντας, pass αντικαθίσταμαι, aor αντικαταστάθηκα (subj αντικατασταθώ)
  • ① take the place of, replace, supplant, supersede (syn αντικαταστένω 1):
    • ένα νέο χωριό αντικαθιστά το παλιό |
    • η λογική αντικατέστησε την πίστη |
    • η φωτογραφία θα αντικαθιστούσε την προσωπογραφία |
    • ειδικά ρομπότ αντικαθιστούν τους επιστήμονες |
    • στην Aναγέννηση ο Γολγοθάς θ' αντικαταστούσε τον Όλυμπο (Evelpidis) |
    • στα κατώτερα λογοτεχνικά έργα τη λυρικότητα την αντικαθιστά ο κενολόγος στόμφος (Tsatsos) |
    • τα σαξόφωνα, οι χαβάγιες, τα πολυθόρυβα σύνεργα της τζαζ αντικατάστησαν τη λύρα και το βιολί (Karantonis) |
    • στη βυζαντινή αρχιτεκτονική ο δοκός του επιστυλίου αντικαθίσταται με τόξα (Michelis) |
    • η μοίρα αντικαθίσταται στη σύγχρονη μυθολογία από την ιστορική νομοτέλεια (Theodorakis)
  • ② take the place of, replace, substitute for:
    • όταν λείπει ο διοικητής, τον αντικαθιστά ο υποδιοικητής |
    • phr τίποτε δεν τον αντικαθιστά he is irreplaceable (syn phr είναι αναντικατάστατος) |
    • κανένας στην Iνδία δεν δέχεται να αντικαταστήσει τους "ανέγγιχτους" στα ακάθαρτα επαγγέλματα (Evelpidis) |
    • παρακολουθήσαμε χοροδράματα όπου ολόκληρο το κορμί αντικαθιστούσε το λόγο (Panagiotop)
  • ⓐ relieve (syn αλλάζω 3):
    • τέσσερις φορές έκαναν τη διαδρομή οι στρατιώτες όσο νά 'ρθουν άλλοι να τους αντικαταστήσουν (ChZalokostas)
  • ③ put in the place of, substitute, replace (syn αντικαταστένω 2):
    • κάθε ξύλινη κολόνα που σάπιζε την αντικαθιστούσαν με πέτρινη |
    • στην εποχή μας οι βοσκοί αντικαταστήσανε τους ποιμενικούς αυλούς με τρανζίστορ (Theodorakis) |
    • αντικαθιστούν τα ελληνικά σχολεία με γαλλικά |
    • επίσκοποι που αντικαθιστούσαν το σταυρό με το σπαθί |
    • αν ο νηστευτής είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη των ορνιθίων, θ' αντικαταστούσε με αυτά την αυστηρότητα των ακρίδων του (Papatsonis) |
    • οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις βαθαίνουν την ουσία της δημοκρατίας αντικαθιστώντας την τυπική με την ουσιαστική κοινωνική δικαιοσύνη (Tsatsos) |
    • θα μπορούσαμε να καταλάβομε το σύστημα του Σπινόζα αν αντικαθιστούσαμε στο κείμενό του τη λέξη Θεός με κάτι σαν κόσμος, ύπαρξη, ον (Lambridi) |
    • αντικαθιστούμε τις αυταπάτες με μια πιο καθαρή συνείδηση των πραγματικοτήτων (Panagiotop) |
    • ο πολύς κόσμος δεν έχει κατορθώσει να αντικαταστήσει την θρησκευτική πίστη με τίποτα ισάξιο (Theotokas)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντικαθιστώ; cf K, AG ἀντικαθίστημι]

αντικάθοδος [andikáθo∂os] η, (L) phys
  • anticathode

[cpd w. κάθοδος]

αντικαθολικισμός [andikaθolicizmós] ο, (L)
  • stance against catholicism, anticatholicism

[fr kath (neol) αντικαθολικισμός, cpd w. kath καθολικισμός]

αντικαθολικός, -ή, -ό [andikaθolikós] (L)
  • being against catholicism, anticatholic:
    • σκληρός ~ αγώνας (Tsirpanlis)

[cpd w. καθολικός]

αντικαθρεφτιζόμενος, -η, -ο [andikaθreftizómenos]
  • being reflected:
    • ο κόσμος τούτος δεν είναι απάτη του αντικαθρεφτιζόμενου νου μας (Kazantz)

[prpp of αντικαθρεφτίζω]

αντικαθρεφτίζω [andikaθreftízo] mi αντικαθρεφτίζομαι, aor αντικαθρεφτίστηκα
  • ① reflect, mirror (syn αντικατοπτρίζω L, αντανακλώ 1, καθρεφτίζω):
    • τα νερά του ποταμού αντικαθρέφτιζαν τα φύλλα των δέντρων |
    • το φεγγάρι αντικαθρεφτιζόταν πάνω στις πλάτες τους |
    • ένα καφενείο με καθρέφτες στο μήκος των τοίχων αντικαθρεφτίζουν επ' άπειρο τους πελάτες (Ouranis) |
    • τα λιγοστά φωτάκια των παράθυρων αντικαθρεφτίζονταν στη μουσκεμένη μαύρη άσφαλτο (Karagatsis) |
    • ο ήλιος αντικαθρεφτίστηκε στα μάτια των ανθρώπων (ADoxas)
  • ② fig reflect (syn αντανακλώ 2, αντικατοπτρίζω 2):
    • το χαμόγελό της αντικαθρεφτίζει αγάπη |
    • στα γράμματά σου αντικαθρεφτίζεται πάντα η ψυχική σου ξαστεριά (Palam) |
    • στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά μας αντικαθρεφτίζεται η εσώτερή μας μορφή (Papanoutsos) |
    • το αδρά αντρίκειο πρόσωπό του αντικαθρέφτιζε τη σιγουριά της τέχνης του (Karagatsis) |
    • η αλλαγή των καιρών αντικαθρεφτίζεται στο περιεχόμενο των αφηγηματικών έργων της νέας γενιάς (Sachinis) |
    • σε κάθε συνειδητή σου πράξη αντικαθρεφτίζεται ο κόσμος σου (Zannas)

[cpd w. καθρεφτίζω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες