Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίθεση
1 εγγραφή
αντίθεση [andíθesi] η,, gen αντίθεσης & αντιθέσεως, pl αντιθέσεις
  • ① opposing thesis, antithesis (ant θέση):
    • ο ρασιοναλισμός προβάλλει με τη θέση και ο εμπειρισμός με την ~ (Theodoridis) |
    • η ιστορική ροή διαρθρώνεται σε θέση, ~ και σύνθεση (Georgoulis) |
    • η ~ αιωρείται στο κενό όπως και η θέση (Papanoutsos) |
    • στο ψυχικό υλικό του Παλαμά διακρίνουμε τα ίχνη της θέσης και της αντίθεσης (Chourmouzios) |
    • το πνεύμα προχωρεί από κάθε θέση προς την αντίθεσή της (Theodorakop) |
    • ο κομμουνισμός θεωρείται από την κυβέρνηση σαν θέση κ' οι εθνικιστές σαν ~ (ChZalokostas)
  • ② contrast, opposition, difference (syn ασυμφωνία, κοντράστο):
    • ~ χαρακτήρων, αιτιών, εννοιών |
    • η ~ των δύο κόσμων |
    • αντιθέσεις γνώμης |
    • εσωτερικές, ταξικές ~ |
    • για να συμπληρωθεί μια προσωπικότητα χρειάζεται ~ (EIR Tax) |
    • η ~ ανάμεσα στα μεγάλα σπίτια του Πηλίου και τα φτωχόσπιτα των πόλεων (Saratsis) |
    • η θλιβερή ~ των προνομιούχων και των προλεταρίων (Evelpidis) |
    • η ~ ανάμεσα στο μέγεθος των σκοπών του και τη μικρότητα των μέσων του (Theotokas) |
    • ο ουρανός φάνταζε πιο χρυσός στην ~ των τόνων (Karagatsis) |
    • το λευκό χρώμα δημιουργεί ~ με τη μελανή επιφάνεια των αγγείων (Lazaridis) |
    • οι αντιθέσεις της ιδεολογίας του Mπαλζάκ με την κοινωνία (Tsirkas)
  • ⓐ phr σε ~ με or προς (& L κατ' αντίθεσιν [kath εν αντιθέσει] προς) contrary to, in contrast to (syn αντίθετα με or από or προς):
    • σε ~ προς την παράδοση |
    • εν αντιθέσει προς εκείνο που υποστηρίζεται από την μουσική πρωτοπορία (Giatras) |
    • η συνείδηση του χριστιανού, κατ' ~ προς την συνείδηση του μουσουλμάνου (Vacalop) |
    • οι Έλληνες της Mικράς Aσίας, σε ~ με τους Έλληνες της Tραπεζούντας, είναι αρκετά ετερογενείς (Poulianos)
  • ⓑ logic contrariety:
    • η εναντίωση, κατά τον Aριστοτέλη, είναι άλλοτε ~ και άλλοτε αντίφαση
  • ③ conflict, clash:
    • αντιθέσεις συμφερόντων |
    • η ~ ορθολογισμού και εμπειρισμού κρατεί σε ένταση τις σχέσεις των φιλοσοφικών σχολών (Papanoutsos) |
    • η ~ των δύο δυνάμεων στον Πόε φτάνει τελικά στην υπέρτατη αρμονία (Chatzinis, adapted) |
    • | phr έρχομαι σε ~ με or προς come into conflict w. |
    • η κυβέρνηση δεν θέλησε να έρθει σε ~ με τον κλήρο |
    • το έργο έρχεται σε ~ με τον κανόνα (Tsatsos) |
    • | phr φέρνω σε ~ με bring into conflict |
    • η εριστικότητά του τον φέρνει σε ~ με τους προστάτες της σχολής (Dimaras)
  • ④ opposition to, hostility toward:
    • η ~ των χριστιανών προς την εβραϊκή θρησκεία (Athanasiadis-N) |
    • η θρησκευτική ~ εναντίον των εικόνων (Evelpidis)

[fr kath αντίθεσις ← postmed (Somavera) ← MG, K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες