Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντάντε
1 εγγραφή
αντάντε [andánte] adj & adv, mus
  • moderately slow and even, andante
  • ⓐ το ~, an andante movement or piece:
    • άνοιξε το διακόπτη κ' οι μελωδίες του ~ της Έβδομης Συμφωνίας ξεχύθηκαν γεμάτες υπερκόσμιο μεγαλείο (Karagatsis)

[fr It andante 'walking']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες