Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανορθογραφώ
1 εγγραφή
ανορθογραφώ [anorθoγrafó] ανορθογραφείς, L)
  • err in orthography, spell incorrectly, spell poorly or badly, misspell (synD ανορθογράφω, ant ορθογραφώ L, ορθογράφω D):
    • υπάρχουν παιδιά, που παρ' όλες τις προσπάθειες του σπιτιού και του σχολείου εξακολουθούν να ανορθογραφούν (Geros)

[fr kath (Koumanoudis) ανορθογραφώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες