Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανορθογραφώ [anorθoγrafó] ανορθογραφείς, L)
- err in orthography, spell incorrectly, spell poorly or badly, misspell (synD ανορθογράφω, ant ορθογραφώ L, ορθογράφω D):
- υπάρχουν παιδιά, που παρ' όλες τις προσπάθειες του σπιτιού και του σχολείου εξακολουθούν να ανορθογραφούν (Geros)
[fr kath (Koumanoudis) ανορθογραφώ]
- err in orthography, spell incorrectly, spell poorly or badly, misspell (synD ανορθογράφω, ant ορθογραφώ L, ορθογράφω D):