Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανορθογραφία [anorθoγrafía] η, (L)
- ① spelling mistakenly, erroneous spelling, misspelling (ant ορθογραφία)
- ② orthographic error, error in spelling, spelling mistake, misspelling (syn ορθογραφικό λάθος [or σφάλμα]):
- ένας που θέλει να λέγεται μορφωμένος προσπαθεί να αποφεύγει τις ανορθογραφίες στα γραπτά του |
- το γράμμα ήταν από απλή γυναίκα, γιομάτο ανορθογραφίες (Kazantz) |
- έκανε ένα σωρό χοντρές ανορθογραφίες (Xenop) |
- ουσιώδη ελαττώματα είναι η κακογραφία, οι ανορθογραφίες, το ελεεινό διάβασμα κλ (Delmouzos) |
- δεν ήξεραν να γράψουν μια σελίδα χωρίς ασυνταξίες και ανορθογραφίες σε καμιά ελληνική γλώσσα (Glinos)
- ⓐ error, mistake (syn λάθος, σφάλμα):
- τη γυμναστική του νου· δεν κάνω ανορθογραφίες, δηλαδή τον κρατώ το λογισμό μου πιο ξυπνό, τη μνήμη μου πιο ζωηρή (Palam) |
- βρε ντενεκέ ξεγάνωτε, βρε ~του Θεού, κάθε δουλειά θέλει το γάρμπο της και τον άνθρωπό της (Terzakis) |
- αυτή, τόσο ρομαντική να πάρει έναν εργοστασιάρχη σαπουνιού της μπουγάδας! ~! (Tsokopoulos)
- ③ fig not the thing to do, sth inappropriate or improper, impropriety, flaw (near-syn παράβαση του κανονικού, παρατυπία, παραφωνία):
- στη διασκέδαση έγιναν μερικές ανορθογραφίες |
- το καπέλο σου είναι μια ~μέσα στο ντύσιμό σου |
- ο Πώπος φοβόταν πως η τουαλέτα του θα χτυπούσε σαν ~ μέσα στον κομψό εκείνο κόσμο (Xenop) |
- το ευρωπαϊκό κουστούμι του ήταν μια αντίθεση, μια ~ ανάμεσα στα κοντόφουντα φέσια των θαλασσινών (Karagatsis) |
- ηλεκτροφωτισμός, να η νεωτεριστική ~ που κάνει το Bατοπέδι μέσα στην παρελθοντικήν αυτή πολιτεία (Papantoniou) |
- ο κόσμος είναι γεμάτος ανορθογραφίες· η ζωή κάτου κάτου τι είναι; μια ~κι ασφαλώς η χειρότερη (GAlithersis) |
- μα ήταν κάτι το σόλοικο, κάτι σαν απαράδεχτη ~μέσα στην ασάλευτη τάξη της κοσμοκρατορίας (Karagatsis)
- ⓑ person who is out-of-place, incongruity:
- πολεμούσε ν' αποσκεπάσει τη ντροπαλοσύνη της ..· ήταν μια ωραία ~εκεί μέσα (Myriv) |
- poem μα στο τέλος κατάλαβα | ότι ήμουν ~ στην | ζωή τους (Sfakianakis)
[fr kath ανορθογραφία (Koumanoudis), der of ανορθογράφος]